Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

μοίρασμα.

Γενικά μου αρέσει να παράγω, να φτιάχνω πράγματα, καταστάσεις, φαγητά, οτιδήποτε. Μου αρέσει να δημιουργώ για να μοιράζομαι. Σκέψεις για συζήτηση, αντικείμενα για δώρα, φαγητά για τους φίλους μου, τέχνη για συζήτηση και εξερεύνηση. Γενικώς...είμαι χαρούμενη όταν φτιάχνω πράγματα!
Μόνο που συνειδητοποίησα ότι αν όλα αυτά δεν τα μοιράζομαι με κάποιον τρόπο με ανθρώπους που συμπαθώ δεν βλέπω τον λόγο να είμαι παραγωγική... Γιατί να σκεφτώ αν δεν έχω με κάποιον να συζητήσω τους προβληματισμούς μου, γιατί να φτιάξω πράγματα αν δεν κάνουν κάποιον να χαρεί ή να γελάσει, γιατί μαγειρέψω αν δεν τον ευχαριστηθεί κάποιος ακόμη, γιατί να δημιουργήσω κάτι αν δεν υπάρχει κάποιος να μου πει τι σκέφτεται, τι αισθάνεται, κτλ....


Σε αυτή τη μόνιμη και απόλυτη μοναξιά έχω χάσει πια τον λόγο.....
Και ο Έντουαρτ δεν απαντάει....

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Ο πρώτος μου Σεπτέμβρης

















...ήρθε ο πρώτος μου Σεπτέμβρης. Αυτός, ο άδειος, ο καινούριος, ο γεμάτος, ο νέος, ο μοναχικός, ο σιωπηλός και μονότονος. Ήρθε...δεν με ρώτησε. Μπήκε και στρογγυλοκάθισε... δεν ήξερα πως να φερθώ, με έπιασε απροετοίμαστη. Μου είπε "μεγάλωσε!ήρθε η ώρα να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου!" και εγώ τον κοίταζα... δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Με φίλησε στο μέτωπο και έφυγε. Άφησε πάνω στο τραπέζι αυτή την εικόνα και από πίσω έγραφε "έτσι θα είναι η ζωή σου από δω και πέρα, ντύσου και ετοιμάσου!" και εγώ σηκώθηκα και ντύθηκα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να βάλω καλοκαιρινά ή χειμωνιάτικα. Χρωματιστά ή σκούρα; Αέρινα ή αδιάβροχα; Κοίταζα τη ντουλάπα σαν χαμένη. Έβαλα το κοντομάνικο και πήρα και το αδιάβροχο. Δυο-τρεις αλλαξιές στην πλάτη και έφυγα. Ούτε και αυτό ήταν πολύ ξεκάθαρο, το που. Ούτε το με ποιόν, κυρίως μόνη. Αλλά είσαι ποτέ μόνη όταν έχεις μια φωτογραφική μηχανή μαζί σου; αυτό το δεύτερο βλέμμα που σου δείχνει έναν κόσμο αλλιώτικό από αυτόν που βλέπεις μόνος σου; Και πήρα τα τρένα και έφευγα. Ύστερα γύρισα. Όπως πάντα η ίδια και πάντα λιγάκι πιο διαφορετική. Και ήταν εκεί. Πάλι στον καναπέ τον πορτοκαλί, και με περίμενε. Χασκογέλασε και μου είπε "νόμισες πως τελείωσες μαζί μου;" Και ήρθε η τρίτη ματιά, αυτή που πια βλέπεις τα πράγματα που είδες αποτυπωμένα. Και μαζί τα νέα. Μένεις, φεύγεις, παράνομη, πουλάς, συναντάς, αγαπάς. Και τον κοιτούσα που χαμογέλαγε ειρωνικά και δεν ήξερα πάλι πως να αντιδράσω. Είπα να θυμώσω, δεν έβρισκα όμως λόγο, είχε δίκαιο, έπρεπε να μεγαλώσω. Είπα να προσβληθώ από το βλέμμα του, δεν έβρισκα όμως λόγο, είχε δίκαιο, έπρεπε να μεγαλώσω. Είπα να φοβηθώ, δεν έβρισκα όμως λόγο, είχε δίκαιο, έπρεπε να μεγαλώσω.  Είπα να τρέξω να κρυφτώ, δεν έβρισκα όμως λόγο, είχε δίκαιο, έπρεπε να μεγαλώσω. Είπα να κουρνιάσω στο κρεβάτι και να το αφήσω να περάσει, δεν έβρισκα όμως δικαιολογία, είχε δίκαιο, έπρεπε να μεγαλώσω. Και είπα πια να σηκωθώ, να κάνω όσα απαιτούσε ο καινούριος μου Σεπτέμβρης. Και μόλις άρχισα, γέλασε γλυκά και έφυγε. Είχα μεγαλώσει. Λίγο ακόμη.