Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Γεμάτη ιστορίες

   Γυρνάω σπίτι, πρέπει να είναι σχεδόν δύο. Έχω χαρεί που έχω προλάβει να πάρω μετρό και τραμ. Έχω χαρεί που έχω βρει φαγάδικα ανοιχτά και τώρα μοιράζομαι το μοναχικό μου κατέβασμα προς το σπίτι με μια κρέπα που σε λίγο θα προσπαθεί να μπει και αυτή στο τζιν μου μάζι με όλες τις άλλες νοστιμιές που καταβρόχθησα, ας είμαστε ειλικρινής, τις προηγούμενες μέρες. Το φεγγάρι είναι πεσμένο σαν φλούδα καρπουζιού σε τραπέζι μόνο που το δικό του φόντο είναι μαύρο και αντί για μαχαίρι το συνοδεύει ένα αστέρι που στέκεται από πάνω του.  Αν έφτανα και τα γυρνούσα ενενήντα μοίρες θα είχα μπροστά μου τη σημαία της γειτονικής χώρας. Δεν φτάνω όμως και τα χέρια μου είναι απασχολημένα με το να σκίζουν το χαρτί της κρέπας. 
   Είχα μια όμορφη μέρα! Όμορφη; ένταξει, δεν ξέρω αν υπάρχει όμορφη μέρα, είχα πάντως μια γεμάτη μέρα, από αυτές που μόνο οι μητροπόλεις σου χαρίζουν. Δεν είναι ότι είναι καλύτερες από τις άλλες, απλά έχουν μέσα τους τόσες ιστορίες (αν θες να τις δεις) που απλά αξίζουν. Μια πόλη γεμάτη ιστορίες, αυτό είναι μια μητρόπολη. Ένας τόπος που δεν χρειάζεται να φανταστείς τίποτα, είναι όλα εκεί. Κάποιες φορές είναι τόσα πολλά τα όσα είναι εκεί που πρέπει να διαλέξεις τι θες να κρατήσεις και τι όχι. Αλλά αξίζει αυτό το ξεδιάλεγμα γιατί στο τέλος βλέπεις ποιός είσαι, οι επιλογές σου. 
   Και μου αρέσουν οι μητροπόλεις γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να παίξουν και να αφεθούν, αν τους αρέσεις σε κοιτάνε στα μάτια και σε καλούν σε διάλογο. Εσύ έχεις μόνο να διαλέξεις αν θα τον κάνεις και με ποιόν τρόπο, μάτια, στόμα, περπάτημα. Ακόμα και σε χρεοκοπημένες καταστάσεις οι γυναίκες περιποιούντε τον εαυτό τους, οι άντρες κοιτάνε μπροστά τους, η διακριτικότητα δεν έχει χώρο. Σύχνα δεν έχει ούτε και η ευγένια, αλλά ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας.
  Έτσι είναι λοιπόν οι μητροπόλεις, άσχημες συνήθως, αλλά γεμάτες, ανεκτικές και σκληρές. 
Εσύ έχεις απλά να διαλέξεις. Και με κάθε επιλογή διαλέγεις ποίος είσαι, αν αφεθείς ξέρεις πως χάθηκες, αν στηριχτείς στις αποφάσεις σου θα έρθουν οι ιστορίες της πόλης να σου γεμίσουν τη μέρα και έτσι πιο πλούσιος θα μπορείς να πέσεις να ξεκουραστείς. 
   Η κρέπα τελειώνει και το φεγγάρι δεν λέει να σηκωθεί, μα ούτε και το αστέρι λέει να το εγκαταλείψει. Τα πόδια μου πονάνε. Τα γνώριμα κλειδιά παίζουν στη τσέπη μου. Μα δεν θυμάμαι πια ποίο από αυτά είναι για την κάτω πορτα και ποιό για την πάνω...

Ήταν επιλογή μου να ξεχάσω.

Ένταξει... δεν είπε κανείς πως δεν πονάνε οι επιλογές.