Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ένα Σάββατο ενός Φρέντερικ

   Πήγαν στο σούπερ-μάρκετ με την μικρή και την γυναίκα του. Έπρεπε να πάρουν φαγητά για τη βδομάδα που έρχεται. Ήθελε μάλλον και η μικρή μια βόλτα οπότε βολεύτηκαν όλοι. Αυτός το καρότσι με το μωρό και η γυναίκα του το καρότσι με τα πράγματα. Ήσυχα περίμεναν στην ουρά στο ταμείο. Δυστυχώς έτσι είναι συχνά τα Σαββάτα, αλλά συνήθως μόνο τα Σάββατα του καλοκαιριού. Το χειμώνα δεν κυκλοφορεί ψυχή, είναι όλοι στα βουνά. Τέλος πάντων. Πλήρωσαν.
   Ήσυχα έβαλαν τα πράγματα και τη μικρή στο αμάξι, το καρότσι το γύρισαν στη θέση του και ήσυχα έβαλε μπροστά το αμάξι. Μπήκαν στο υπόγειο πάρκινγκ του σπιτιού, ξεφόρτωσαν και ανέβηκαν. Όσο αυτός συμμάζευε, αυτή έπαιζε και άλλαζε τη μικρή. Έφτιαξαν μαζί μια πρόχειρη σαλάτα και κρέμα για το παιδί. Την κοίμισε και έκατσε στον υπολογιστή. Χάζεψε λίγο όσο η γυναίκα του μιλούσε με μια φίλη στο τηλέφωνο. Ήταν μόνο η φωνή της που ακουγόταν. Και αυτή η γλώσσα τους που έκοβε τα περισσότερα γράμματα στο τέλος των λέξεων. Η μικρή ξύπνησε. Την πήγε μια βόλτα δίπλα στο ποτάμι. Της έδωσε  μισό μήλο να φάει και την είδε ευχαριστημένος να πηγαίνει μόνη της προς τον κάδο, που δεν έφτανε, να το πετάξει. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού του πέρασε η απορία ότι ποτέ δεν της είπε τι είναι ο κάδος και τι κάνουμε τα σκουπίδια, θα τον είχε δει. Ευχαριστημένος με τα πεζοδρομία που όλα ανεξαιρέτως είχαν ράμπα για τα καρότσια γύρισε σπίτι και την παρέδωσε στη γυναίκα του. Άρχισε να ασχολείται με την κατασκευή που έφτιαχνε.
   Έπιαναν τα χέρια του. Πόσα χρόνια ξεσπούσε όλα του τα συναισθήματα στις κατασκευές του... Είχε το δικό του χώρο για να φτιάχνει ότι θέλει χωρίς να ενοχλεί την υπόλοιπη οικογένεια και ήταν πολύ χαρούμενος για αυτό. Τον είχε φτιάξει μόνος του και τώρα απολάμβανε να βρίσκει και με κλειστά μάτια το κάθε εργαλείο που χρειαζόταν. Όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο, όταν χώρισε από τη πρώτη του κοπέλα, όταν βρήκε την πρώτη του δουλειά, όταν δεν τα πήγε και τόσο καλά σε κάποια συνάντηση, όταν αποφάσισε να ζητήσει να του βρουν κοπέλα μέσω του γνωστού site στο ίντερνετ για αυτά τα θέματα, όταν του την βρήκαν και είδε πως είναι καλή και στα μέτρα του, όταν άρχισαν να συγκατοικούν και τον εκνεύρισε, όταν έμαθε πως θα γίνει πατέρας, όταν πέθανε ο δικός του ο πατέρας...ήταν πάντα εκεί, σε αυτό το μέρος, βίδωνε, έκοβε, κάρφωνε, λίμαρε, τελειοποιούσε.
   Άρχισε να πονάει πάλι ο τένοντας. Τα παράτησε και γύρισε στο υπόλοιπο σπίτι. Τάισε την μικρή και την έβαλε για ύπνο. Είδα την σειρά τους και έπεσαν για ύπνο. Την φίλησε στο στόμα πεταχτά και γύρισε από την άλλη να διαβάσει το βιβλίο του. Έκλεισε τα μάτια. Άφησε όλα τα γράμματα από το τέλος των λέξεων που δεν τα πρόφεραν να πέσουν βαριά στο κρεβάτι.
   Αύριο θα πήγαιναν και αυτοί για σκι στα βουνά. Το είχαν κανονίσει από τα Χριστούγεννα με έναν συμπαθητικό τύπο που είχε οικογένεια στην ίδια φάση με αυτόν ώστε να μάθουν τα παιδιά σκι. Ίσως αν ξέκλεβε καμιά ώρα να πήγαινε στην επάνω πίστα να κάνει ένα γρήγορο κατέβασμα να το ευχαριστηθεί, με την μικρή δεν μπορούσε να πάει ακόμη εκεί...αν και του χρόνου ήταν σίγουρος ότι θα την ανέβαζε. Ίσως να μην μπορούσε να ανέβει τις σκάλες του λιφτ με τις μπότες του σκι...αλλά δεν πειράζει...έπρεπε να μάθει.